ἀποδεικτέα

ἀποδεικτέα
ἀποδεικτέον
one must show
neut nom/voc/acc pl
ἀποδεικτέᾱ , ἀποδεικτέον
one must show
fem nom/voc/acc dual
ἀποδεικτέᾱ , ἀποδεικτέον
one must show
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
ἀποδεικτέος
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • ετεροζήτηση — η (λογ.), ψευδώνυμος συλλογισμός του οποίου το συμπέρασμα είναι άσχετο προς την αποδεικτέα πρόταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”